«Η μοναξιά των σκουληκιών» [κριτική]

Σποραδικές απόπειρες του νεοελληνικού θεάτρου, να προσεγγίσει το κρυµµένο «αγροτικό δράµα», που κοιµάται µέσα στην πλειοψηφία των κατοίκων των αστικών κέντρων, υπήρξαν κατά καιρούς. Απέτυχαν, όµως, να δώσουν µια συνέχεια στο είδος, να δηµιουργήσουν παράδοση, πιστεύω, επειδή βρήκαν ισχυρή αντίσταση στο οµαδικό ασυνείδητο, αυτού του ιδιότυπου κράµατος που αποτελεί το µεσοαστικό ελληνικό στρώµα, ακριβώς επειδή το νωπό αγροτικό παρελθόν, αποτελεί γι’ αυτό το στρώµα, ένα είδος µισητού απωθηµένου, έναν καηµό, ή µια «ντροπή», που δεν ξεπλένεται µε τίποτα.

Είτε είδαν οι συγγραφείς ειδυλλιακά τα «πάθη της αγροτιάς» και τους στεναγµούς του κάµπου», είτε από καθαρά πολιτική σκοπιά (π. χ. το «Νυφιάτικο τραγούδι» του Περγιάλη ή το δράµα του Δαµιανού «Το καλοκαίρι θα θερίσουµε») ή, ακόµη, µέσα απ’ την κριτική µατιά του φωτισµένου αστού (π.χ. «Παιχνίδια στις αλυκές», «Το πανηγύρι» του Δηµήτρη Κεχαίδη) κι ακόµη, µέσα από την προχωρηµένη διεισδυτική µατιά του Γιώργου Μανιώτη («Παθήµατα», «Αγία Κυριακή»), πέρα από την ποιότητα των επί µέρους έργων, το πράγµα προσέκρουσε στην αντίδραση ενός κοινού, που δεν ήθελε ν’ ακούσει να του µιλούν γι’ αυτή τη «βεβαρηµένη» κληρονοµιά και καταγωγή του. Παράλληλα, προχωρούσε µε άλµατα το θέατρο αστικών καταστάσεων, δηµιουργώντας µια παράδοση και µια πραγµατικότητα, τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Το πράγµα δεν αποτελεί παράδοξο, εξηγείται αν βάλουµε τα πράγµατα κάτω. Δεν πρόκειται όµως να επιµείνω περισσότερο, αναλύοντας τις αιτίες, κάτι τέτοιο δεν είναι του παρόντος. Αρκούν για την ώρα όσα ανέφερα πιο πάνω.

Θέµα του σηµειώµατος αυτού είναι το έργο του Νίκου Περέλη «Η µοναξιά των σκουληκιών», που η προβληµατική του το τοποθετεί στο χώρο της «αγροτικής τραγωδίας», ενώ ο τρόπος που χειρίζεται το υλικό του, εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις εκείνες, που θα µπορούσαν, ίσως, να «σπάσουν τον πάγο», ανάµεσα στο έργο και στο φυσικό κοινό του.

Νίκος Περέλης - "Η μοναξιά των σκουληκιών" (1994)
Ο Νίκος Περέλης στο Εθνικό Θέατρο, 1994. Ανάγνωση της «Μοναξιάς των σκουληκιών».

 

Με λίγα λόγια, η «Μοναξιά των σκουληκιών», άρτιο χωρογραφικά δράµα, µε ρεαλιστική υπόθεση, µε ολοκληρωµένους χαρακτήρες και µε πλοκή που δεν ξεφεύγει από τους κανόνες του «πιθανού» και του αναγκαίου, µπορεί να κάνει καριέρα, πιστεύω, τόσο στις πόλεις, όσο και στις σκηνές της υπαίθρου, όχι διότι προβάλλει ένα όραµα «χαµένου παραδείσου», που µάλλον δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά, ή διότι, αντίθετα, κατεδαφίζει οργισµένα αυτό το όραµα, µέσα από την επίκληση µιας επανάστασης, που, όσο περνούν τα χρόνια, αποδεικνύεται όλο και πιο «ανέφικτη». Αλλά επειδή διαθέτει την αλήθεια του τοπίου της, ενώ, ταυτοχρόνως, αναζητά το δράµα πίσω από τις µορφές και πέρα από τη συγκεκριµένη ταξική κατάσταση των ηρώων, υπερβαίνοντας, δηλαδή, το «θέµα» της.

Χωρίς οι αγρότες – ήρωές της να παύουν να είναι αληθινοί, η «Μοναξιά των σκουληκιών» δείχνει ανθρώπινα πλάσµατα, µε τις χαρές και τις λύπες, τα προτερήµατα και τα κουσούρια, τα πάθη και τα λάθη τους, κυρίως αυτά. Ο θεατής καταλαβαίνει εδώ, ότι δεν τον κοοοϊδεύουν µε φολκλορισµούς κι άλλα επίπλαστα στοιχεία, αναγνωρίζει και αναγνωρίζεται στα πρόσωπα του έργου, διότι τα πάθη, πέρα από την επί µέρους επιφάνειά τους, είναι κοινά για όλα τα ανθρώπινα πλάσµατα.

Κι αυτή είναι η ουσία του πράγµατος: Ο Περέλης µε τη «Μοναξιά των σκουληκιών» σκοπεύει κατ’ ευθείαν στο ανικανοποίητο και το απαρηγόρητο κάθε ανθρώπινης ψυχής, που «δεν βολεύεται» µε τη µοίρα της και λαχταρά το απόλυτο. Πετυχαίνει το στόχο του, πείθει.

Η παράσταση, σκηνοθετηµένη από το συγγραφέα, πιάνει τους εσωτερικούς παλµούς του κειµένου, δεν µένει στην ευκολία της εξωτερικής αναπαράστασης, πηγαίνει βαθιά στη ρίζα όπου δονείται η ζωή,  µεταφέρει το µήνυµα στην επιφάνεια. Θα έλεγα ότι η παράσταση είναι µια βαθιά και παλλόµενη από εσωτερικό ρίγος επιφάνεια (µε την αρχαία σηµασία του όρου, που δηλώνει εµφάνιση, ξαφνική ανάδυση, φανέρωµα) µυστικών πραγµάτων που ντύνονται µια υλική, ανθρώπινη µορφή, για να µας αιφνιδιάσουν. Η παράσταση κρατά µια «απόσταση» συναισθηµατική από το θεατή της, υπολογισµένη µε ακρίβεια, ούτε πολύ κοντινή, ούτε πολύ απόµακρη.Διαθέτει ήχους υπόκωφους, σα να «βάζει αυτί» σε µια κούφια γη για ν’ ακούσει τον καλπασµό των αλόγων της. Έχει ένα ύφος συµπαγούς ρεαλισµού, µέ ραγισµατιές τόπους – τόπους, ίσα – ίσα ν’ αποκαλύπτεται σταδιακά το παράδοξο ενός βίου εντελώς πραγµατικού και ταυτόχρονα στηριγµένου πάνω σε µη ρεαλιστικές βάσεις. Ενός ρεαλισµού σαν τη ζωή, µε διπλά υπογραµµισµένο αυτό το «σαν» που κάνει εµφανή τη διαφορά µεταξύ όντος και µή όντος.

Οι ρόλοι διαθέτουν, επίσης, τη συνέπεια µορφών φωτισµένων κάτω από πρίσµα, λοξά και πλάγια – ο ρεαλισµός του δεν είναι της φωτογραφίας, αυτό η σκηνοθεσία φροντίζει να µην το ξεχνάει.

 

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ

(απόσπασµα σηµειώµατος εφηµ. Αυγή 10/11/94)

 

Ψηφιοποίηση – κατασκευή ιστοσελίδων : istogram

Σχολιάστε